Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

La vie en rose


Αν η ζωή είναι ενα τριαντάφυλλο, τότε η Edith Piaf μάτωσε σε κάθε αγκάθι του. Ίσως γι' αυτό και η ζωή της να είχε τόσο βαθύ κόκκινο χρώμα....

11 Οκτωβρίου 1963... η Piaf φεύγει απο τη ζωή , αλλά μένουν για πάντα τα τραγούδια της και η θαυμάσια φωνή της...

Non, Rien De Rien, Non, Je Ne Regrette Rien
Ni Le Bien Qu'on M'a Fait, Ni Le Mal
Tout Ca M'est Bien Egal
Non, Rien De Rien, Non, Je Ne Regrette Rien
C'est Paye, Balaye, Oublie, Je Me Fous Du Passe

Avec Mes Souvenirs J'ai Allume Le Feu
Mes Shagrins, Mes Plaisirs,
Je N'ai Plus Besoin D'eux
Balaye Les Amours Avec Leurs Tremolos
Balaye Pour Toujours
Je Reparas A Zero

Non, Rien De Rien, Non, Je Ne Regrette Rien
Ni Le Bien Qu'on M'a Fait, Ni Le Mal
Tout Ca M'est Bien Egal
Non, Rien De Rien, Non, Je Ne Regrette Rien
Car Ma Vie, Car Me Joies
Aujourd'hui Ca Commence Avec Toi

8 σχόλια:

  1. ουφ! κι ύστερα επανέρχεσαι στον Πάγκαλο και την Ντόρα....
    ουφ και πάλι ουφ...
    έτοιμος για ακρόαση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπάρχει η φήμη οτι η καταγωγή της ήταν από κάποιο νησί των Κυκλάδων.Αξίζει να το ψάξει κάποιος. Εξ άλλου, η σχέση της με την Ελλάδα υπήρξε σημαντική και σε πολλά επίπεδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χαζά θηλυκούλια όλες !
    Και η γιαγιά μου και η μάνα μου τον ίδιο το σκοπό, με την Πιάφ.
    Ολα τα λεφτά για ένα "Τεό σ' αγκαπώ !".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Kyros, ευτυχώς που ακόμα υπάρχουν ωραία πράγματα ν' ασχολείται κανείς εκτός απο την Ντόρα και τον Πάγκαλο:-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Επίκουρε, δεν έχω υπ' όψιν μου κάτι τέτοιο...για την καταγωγή λέω....τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμε, δεν ξέρουμε που να κρυφτούμε απ' την ντροπή μας!!!
    Απ' ο,τι καταλαβαίνουμε όλοι εδώ, τραβάς τρελά ζόρια με τα θηλυκά. Αν συνεχιστεί αυτό να το κοιτάξεις, γιατί με τις προσβολές -ανώνυμα κιόλας-σε Blog δε βρήκε κανείς την υγειά του ποτέ.
    Δοκίμασε κάποιον ειδικό...εμείς δεν λύνουμε συμπλέγματα τέτοιου τύπου εδω πέρα.
    Καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Προς ίδιον εγγονόν .... πορφυρογέννητον

    Θυμάστε κείνο το πουλί
    πολύχρωμο ωραίο
    που στο κοτέτσι έκανε
    το βήμα το μοιραίο!

    Εκείνο που οι κότες μας
    κι ο κόκορας ομάδι
    του ‘δειξαν πόρτα μια φορά
    και βγήκε στο σκοτάδι;

    Εκείνο το ψηλό πτηνό,
    το σπάνιο, το σπουδαίο,
    το βλέπω σήμερα στητό,
    συγκινημένος κλαίω.

    Σε κήπο μέσα τό ‘βαλαν
    με βλάστηση και ζούδια
    που έχει γιοφύρια και νερά,
    του κόσμου τα καλούδια.

    Κι εκεί που ήταν ευτυχής
    προστάτευε πολίτες
    με μασκοφόρους και με κλόμπς
    και με καλούς οπλίτες,

    κι εκεί που έκανε εκδρομές
    μετά συμμαθητού του
    στον ύπνο εδέχθη επίσκεψη
    του Αχαιού παππού του.

    -Πώς από ‘δω, επρόκαμε. –Να δω
    το εγγόνι μου τι κάνει,
    κι έκλεισε τα Εξάρχεια,
    κι ύστερα το λιμάνι!

    και κολυμπά θολά νερά
    εν Πειραιεί κι Αθήναις
    κόβει τους στύλους του ΠΑΣΟΚ
    κόβει τις λιμουζίνες.

    -Εγώ είμαι το εγγόνι σου
    και ξέρω εγώ τι κάνω,
    λαγούς από τις κάλτσες μου
    όλοι μου λεν πως βγάνω!

    Τις αλυσσίδες έσπασα
    αυτές του ποδηλάτου
    και απελευθερώθηκα
    αφού έπεσα κάτου.

    Το δον Λαλιώτη απέβαλα,
    στον φίλο Σκανδαλίδη
    δεν τού ‘δωσα υπουργείο
    ούτε κανά παιχνίδι.

    Και ανατροπή επέφερα
    τα πάνω γίναν κάτω
    και η Γκερέκου τουρισμού
    στην κορυφή απ’ τον πάτο.

    Κι ένα στίβο με χαρτιά
    έδωσα στην Κατσέλη
    κι ο Βούγιας στους πολίτες του
    ένα γλυκό παστέλι.

    Η Μπιρμπιλή, η Μπατζελή,
    η Ξενογιαννακοπούλου
    κύκλος χαμένων υπουργών
    κι η Χριστοφιλοπούλου.

    Επέλεξα τους άριστους
    και άλλαξα το κλίμα·
    παππού, να μην ανησυχείς
    κι όλα θα πάνε πρίμα.

    -Πές μου, Γιωργάκη, εγγόνι μου,
    την Κυριακή που πήγες;
    Είδα η mummy σού ‘βαλε
    γραβάτα δίχως ρίγες!

    -Πήρα τους φίλους μου, παππού,
    και πήγα την Ηλεία,
    και παίξαμε κυβέρνηση
    με σταθερή πορεία!

    Μα όλοι με κοροϊδεύανε·
    σήκωσα τα μανίκια
    και φώναξα «σοσιαλισμός!
    μηδέν εις τα πηλήκια!».

    Και μια κυβέρνηση έφτιαξα,
    σχηματισμό μπουμπούκι,
    με ωραία γερουλάνια
    και στέλεχος παμπούκη.

    Κι επειδή δεν ήθελα
    ο κόσμος μας να πλήττει
    στο ψηφοδέλτιο έβαλα
    μια νέα παναρίτη.

    -Ανησυχώ παιδάκι μου
    σε πιάσαν απ’ τη μύτη
    σού παν για πανάρετους
    κι άκουσες παναρίτη.

    Πρόσεχε λίγο τι σου λεν,
    κατάλαβε τις λέξεις,
    δεν είναι τόσο εύκολο
    το αρχηγό να παίξεις.

    -Παππού, αυτό γιατί το λες
    πάση Θεού σου λέω,
    εσύ μου λες τα δύσκολα,
    κι η mummy να μην κλαίω.

    Δεν ξέρω όμως τι να πω,
    και πώς να συνεχίσω,
    πώς απ’ τα μπρός σε μια στιγμή
    να κάνω όλο πίσω.

    -Παιδί μου, νά ‘σαι ευέλικτος
    ν’ αλλάζεις την πορεία
    κι αντί για «σοσιαλισμό»
    να λες «λαοκρατία».

    -Παππού, οι καιροί αλλάξανε
    πάει η λαοκρατία,
    τώρα οι αντιεξουσιαστές
    πήραν την εξουσία.

    Δεν έχει όμως ανάκτορα,
    χειμερινά να πάρω,
    με πιάνει το παράπονο
    και πάω να κρεπάρω!

    -Κι αν σου στερούν τ’ ανάκτορα
    για να τα καταλάβεις,
    έχεις έναν πρόεδρο
    να κόβεις και να ράβεις.

    Κι άσε τους άλλους να γελούν,
    δεν ξέρουν από θάμα,
    πως κι ο λευκός μπορεί κι αυτός
    να γίνει σαν Ομπάμα.

    Δυο-δυο σε είδα ανέβαινες
    του Μάξιμου τις σκάλες
    κι ύστερα σε καμάρωνα
    στου οβάλ γραφείου τις σάλες.

    -Παππού, γιατί δεν ύψωσες
    στο βράχο τη σημαία
    γιατί δεν εταξίδευσες
    εις τα νερά τα ωραία;

    Μην τάχα και σε έμπλεξαν
    της συμμαχίας τα λόμπι,
    παράνομα σε κράτησε
    ο φίλος σου ο Σκόμπι;

    -Δεν είχα δυνατότητα
    πλέον νωρίς να φθάσω
    η σκούνα ήτο δυσκίνητη,
    την έπαρση θα χάσω!

    Και ήτο ολίγον μακρυά,
    ήτο ολίγον πέρα
    και εμέ εκαθυστέρησε
    στο Φάληρο μια ξέρα

    Δεν είχαμε ποδήλατα,
    άλογα και μαστίγιο
    ούτε σύμβούλους είχαμε
    ωσάν τον Ασεμπίγιο.

    Κι έτσι δεν έφθασα έγκαιρα·
    μα πρόεδρος σαν γίνεις
    βράβευσε τις προθέσεις μου
    με Νόμπελ της Ειρήνης.

    Γιατί τ’ οφείλεις του παππού
    -παιδάκι μου μην πέσεις-
    και ότι κι αν λέν Γιωργάκη μου,
    είχα αγνές προθέσεις.

    Όμως το "θέλω" του λαού
    νόμος της Ιστορίας,
    έτσι υψώνει λάβαρο
    Γέρος Δημοκρατίας.

    Κι άμα το θες, Γιωργάκη μου,
    -ευθέως μιλώ, δεν παίζω-
    να πεις πως τόπι έπαιζα
    παρέα με το Γλέζο.

    -Αχ νά σαι σίγουρος παππού,
    ό.τι μπορώ θα κάνω
    και θα σε βάλω έφιππο
    στο άλογο απάνω!
    ......
    Μόλις το άκουσε αυτό
    ήσυχος απεσύρθη
    ο γέρων που ανασύρθηκε
    απ’ τη βαθιά τη λήθη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή